- ἀνηρπάσθη
- ἀναρπάζωsnatch upaor ind pass 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίζευξις — ἐπίζευξις, ή (Α) [επιζευγνύω] 1. δέσιμο, σύνδεση 2. επανάληψη λέξης για έμφαση («Θῆβαι δέ, Θῆβαι, πόλις ἀστυγείτων, μεθ’ ἡμέραν ἐκ μέσης τῆς Ἑλλάδος ἀνηρπάσθη») … Dictionary of Greek